τριτοεκτοεννάται

τριτοεκτοεννάται
αἱ, Μ
(ενν. ὧραι) οι εκκλησιαστικές ακολουθίες τής τρίτης, τής έκτης και τής ένατης ώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ἕκτός + ἔν(ν)ατος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”